Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βιολί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βιολέτα
-
βιολόγος
-
βιολογία
)
Συνώνυμα
βιόλα
βιολιστής
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μουσικό έγχορδο όργανο που παίζεται με τόξο, συνήθως με τέσσερις χορδές.
Ένα από τα κύρια όργανα της κλασικής μουσικής, γνωστό για την εκφραστικότητα και την ευελιξία του.
2
Παραδείγματα
Το κορίτσι έπαιζε το βιολί με τόση πάθος που συγκίνησε όλο το κοινό.
Σε κάθε συμφωνική ορχήστρα, τα βιολιά παίζουν σημαντικό ρόλο.
2