1. Λέξη
    βιολί (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βιολέτα - βιολόγος - βιολογία)
  2. Συνώνυμα
    • βιόλα
    • βιολιστής
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μουσικό έγχορδο όργανο που παίζεται με τόξο, συνήθως με τέσσερις χορδές.
    • Ένα από τα κύρια όργανα της κλασικής μουσικής, γνωστό για την εκφραστικότητα και την ευελιξία του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κορίτσι έπαιζε το βιολί με τόση πάθος που συγκίνησε όλο το κοινό.
    • Σε κάθε συμφωνική ορχήστρα, τα βιολιά παίζουν σημαντικό ρόλο.
    2