Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βουλή
-
βολτα
)
Συνώνυμα
ρίψη
έκρηξη
πυροβολισμός
3
Αντώνυμα
στασιμότητα
ακινησία
2
Ορισμός
Η ενέργεια του να ρίχνεις κάτι με δύναμη.
Μια ξαφνική και έντονη έκρηξη ή εκτόξευση.
Στον αθλητισμό, η ενέργεια του να ρίχνεις μια μπάλα ή άλλο αντικείμενο.
3
Παραδείγματα
Η βολή του πυροβόλου ακούστηκε σε όλη την περιοχή.
Η βολή του μπάσκετ ήταν ακριβής και έβαλε το σκορ.
Μια βολή φωτιάς ξέσπασε από το ηφαίστειο.
3