1. Λέξη
    βουβάλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τσουβάλι)
  2. Συνώνυμα
    • αγελάδα
    • ταύρος
    • μοσχάρι
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μεγάλο θηλαστικό ζώο της οικογένειας των βοοειδών, με ισχυρό σώμα και κέρατα, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή γάλακτος, κρέατος και ως ζώο έλξης.
    • Συμβολικά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάποιον που είναι αργός ή αδέξιος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το βουβάλι βόσκησε στο λιβάδι όλη την ημέρα.
    • Μην είσαι βουβάλι, κάνε γρήγορα τη δουλειά σου!
    2