Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βουβάλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τσουβάλι
)
Συνώνυμα
αγελάδα
ταύρος
μοσχάρι
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μεγάλο θηλαστικό ζώο της οικογένειας των βοοειδών, με ισχυρό σώμα και κέρατα, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή γάλακτος, κρέατος και ως ζώο έλξης.
Συμβολικά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάποιον που είναι αργός ή αδέξιος.
2
Παραδείγματα
Το βουβάλι βόσκησε στο λιβάδι όλη την ημέρα.
Μην είσαι βουβάλι, κάνε γρήγορα τη δουλειά σου!
2