Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βουλιάξω (ρήμα) - (παρόμοια:
βουλιάζω
-
βουλή
)
Συνώνυμα
βυθίζομαι
καταποντίζομαι
βουλιάζω
3
Αντώνυμα
επιπλέω
αναδύομαι
επανέρχομαι
3
Ορισμός
Βυθίζομαι στο νερό ή σε άλλο υγρό.
Χάνω σταδιακά την ικανότητα να επιπλέω ή να παραμένω στην επιφάνεια.
Μεταφορικά, χάνω δύναμη, ενέργεια ή κίνητρο.
3
Παραδείγματα
Το πλοίο άρχισε να βουλιάζει μετά τη σύγκρουση με τους βράχους.
Μετά την απώλεια της δουλειάς του, ένιωθε ότι βουλιάζει στη θλίψη.
Ο κολυμβητής κινδύνευε να βουλιάξει λόγω κράμπας.
3