1. Λέξη
    βουλιάξω (ρήμα) - (παρόμοια: βουλιάζω - βουλή)
  2. Συνώνυμα
    • βυθίζομαι
    • καταποντίζομαι
    • βουλιάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιπλέω
    • αναδύομαι
    • επανέρχομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Βυθίζομαι στο νερό ή σε άλλο υγρό.
    • Χάνω σταδιακά την ικανότητα να επιπλέω ή να παραμένω στην επιφάνεια.
    • Μεταφορικά, χάνω δύναμη, ενέργεια ή κίνητρο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το πλοίο άρχισε να βουλιάζει μετά τη σύγκρουση με τους βράχους.
    • Μετά την απώλεια της δουλειάς του, ένιωθε ότι βουλιάζει στη θλίψη.
    • Ο κολυμβητής κινδύνευε να βουλιάξει λόγω κράμπας.
    3