Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βουλώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
βουλώσω
-
βουλή
)
Συνώνυμα
σφραγίζω
κλείνω
καλύπτω
3
Αντώνυμα
ανοίγω
ξεβουλώνω
αποκαλύπτω
3
Ορισμός
Κλείνω μια τρύπα ή ένα άνοιγμα με κάποιο υλικό.
Εμποδίζω τη ροή ή την κίνηση κάποιου υγρού ή αερίου.
2
Παραδείγματα
Βούλωσε την τρύπα στο τοίχο με σιλικόνη.
Η φωτιά βούλωσε την καμινάδα με στάχτες.
2