1. Λέξη
    βουλώνω (ρήμα) - (παρόμοια: βουλώσω - βουλή)
  2. Συνώνυμα
    • σφραγίζω
    • κλείνω
    • καλύπτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοίγω
    • ξεβουλώνω
    • αποκαλύπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Κλείνω μια τρύπα ή ένα άνοιγμα με κάποιο υλικό.
    • Εμποδίζω τη ροή ή την κίνηση κάποιου υγρού ή αερίου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Βούλωσε την τρύπα στο τοίχο με σιλικόνη.
    • Η φωτιά βούλωσε την καμινάδα με στάχτες.
    2