1. Λέξη
    βράζω (ρήμα) - (παρόμοια: βάζω)
  2. Συνώνυμα
    • ζεσταίνω
    • θερμαίνω
    • μαγειρεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρυώνω
    • παγώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Να αυξάνω τη θερμοκρασία ενός υγρού μέχρι να φτάσει στο σημείο βρασμού.
    • Να μαγειρεύω κάτι σε υγρό που έχει φτάσει σε θερμοκρασία βρασμού.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα βράσω νερό για να φτιάξω τσάι.
    • Η μαμά βράζει τα μακαρόνια για το γεύμα.
    2