Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βράζω (ρήμα) - (παρόμοια:
βάζω
)
Συνώνυμα
ζεσταίνω
θερμαίνω
μαγειρεύω
3
Αντώνυμα
κρυώνω
παγώνω
2
Ορισμός
Να αυξάνω τη θερμοκρασία ενός υγρού μέχρι να φτάσει στο σημείο βρασμού.
Να μαγειρεύω κάτι σε υγρό που έχει φτάσει σε θερμοκρασία βρασμού.
2
Παραδείγματα
Θα βράσω νερό για να φτιάξω τσάι.
Η μαμά βράζει τα μακαρόνια για το γεύμα.
2