1. Λέξη
    βραχύς (επίθετο) - (παρόμοια: τραχύς)
  2. Συνώνυμα
    • μικρός
    • κοντός
    • σύντομος
    3
  3. Αντώνυμα
    • μακρύς
    • επιμήκης
    • μεγάλος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει μικρό μήκος ή διάρκεια
    • που είναι περιορισμένος σε έκταση ή χρόνο
    • που λείπει σε ύψος ή σε ποσότητα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος ήταν πολύ βραχύς και οδηγούσε απευθείας στην παραλία.
    • Έκανε μια βραχύτερη επίσκεψη από όσο περίμενε.
    • Η βραχύτερη διαδρομή για το σπίτι του περνάει από το πάρκο.
    3