Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βρετανίδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βρετανία
-
βρετανός
-
βρετανικός
)
Συνώνυμα
Αγγλίδα
Αγγλόφωνη
2
Αντώνυμα
Έλληνας
Έλληνίδα
2
Ορισμός
Γυναίκα που κατάγεται από τη Βρετανία.
Κατοικίδια ζώου που προέρχεται από τη Βρετανία.
2
Παραδείγματα
Η βρετανίδα συμμετείχε στο συνέδριο για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αγόρασα μια βρετανίδα γάτα γιατί είναι πολύ ήσυχη.
2