1. Λέξη
    βρετανίδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βρετανία - βρετανός - βρετανικός)
  2. Συνώνυμα
    • Αγγλίδα
    • Αγγλόφωνη
    2
  3. Αντώνυμα
    • Έλληνας
    • Έλληνίδα
    2
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που κατάγεται από τη Βρετανία.
    • Κατοικίδια ζώου που προέρχεται από τη Βρετανία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η βρετανίδα συμμετείχε στο συνέδριο για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
    • Αγόρασα μια βρετανίδα γάτα γιατί είναι πολύ ήσυχη.
    2