1. Λέξη
    γαϊδούρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γούρι)
  2. Συνώνυμα
    • γάιδαρος
    • όνου
    • αλογάκι
    3
  3. Αντώνυμα
    • άλογο
    • ιπποπόταμος
    2
  4. Ορισμός
    • Ζώο της οικογένειας των ιππίδων, συνήθως μικρότερο από το άλογο και με μεγαλύτερα αυτιά.
    • Χαρακτηρισμός για άνθρωπο που φέρεται ανόητα ή πεισματικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το γαϊδούρι είναι γνωστό για την υπομονή και την αντοχή του.
    • Μην είσαι γαϊδούρι και κάνε αυτό που σου λέω.
    2