1. Λέξη
    γενναιοδωρία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γενναιόδωρα - γενναιόδωρος)
  2. Συνώνυμα
    • μεγαλοψυχία
    • ευγένεια
    • αγαθότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • φιλαργυρία
    • τσιγγουνιά
    • σκωπτικότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του γενναιόδωρου, η τάση να δίνει με μεγαλοψυχία και χωρίς αναμονή ανταλλάγματος.
    • Μια πράξη ή συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από ευγένεια και αδιαφορία για το υλικό όφελος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γενναιοδωρία του ήταν γνωστή σε όλη την πόλη, καθώς βοηθούσε όσους είχαν ανάγκη χωρίς να περιμένει τίποτα σε αντάλλαγμα.
    • Με μεγάλη γενναιοδωρία, προσέφερε σημαντικό ποσό για την ανακαίνιση του σχολείου.
    2