Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεράματα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαράματα
)
Συνώνυμα
γηρατειά
προχωρημένη ηλικία
εφηβεία
3
Αντώνυμα
νιάτα
νεότητα
παιδική ηλικία
3
Ορισμός
η περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου που ακολουθεί τη μέση ηλικία και χαρακτηρίζεται από τη μείωση των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων
η τελευταία φάση της ζωής ενός ανθρώπου
2
Παραδείγματα
Στα γεράματα του, ο παππούς μου αγαπούσε να διηγείται ιστορίες από τη νιότη του.
Η γιαγιά μου, στα γεράματα της, έμαθε να χρησιμοποιεί τον υπολογιστή.
2