1. Λέξη
    γεράματα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χαράματα)
  2. Συνώνυμα
    • γηρατειά
    • προχωρημένη ηλικία
    • εφηβεία
    3
  3. Αντώνυμα
    • νιάτα
    • νεότητα
    • παιδική ηλικία
    3
  4. Ορισμός
    • η περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου που ακολουθεί τη μέση ηλικία και χαρακτηρίζεται από τη μείωση των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων
    • η τελευταία φάση της ζωής ενός ανθρώπου
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στα γεράματα του, ο παππούς μου αγαπούσε να διηγείται ιστορίες από τη νιότη του.
    • Η γιαγιά μου, στα γεράματα της, έμαθε να χρησιμοποιεί τον υπολογιστή.
    2