1. Λέξη
    γερουσία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παρουσία - γερουσιαστής - ουσία)
  2. Συνώνυμα
    • σύγκλητος
    • συμβούλιο
    • συνέλευση
    3
  3. Αντώνυμα
    • λαός
    • δημοκρατία
    2
  4. Ορισμός
    • Η ανώτατη πολιτική συνέλευση στην αρχαία Ρώμη που αποτελούνταν από τους γερουσιαστές.
    • Το ανώτατο νομοθετικό σώμα σε ορισμένες σύγχρονες χώρες.
    • Μια ομάδα ηλικιωμένων και έμπειρων ανθρώπων που συμβουλεύουν ή διοικούν.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η γερουσία της αρχαίας Ρώμης είχε μεγάλη επιρροή στις πολιτικές αποφάσεις.
    • Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η γερουσία αποτελεί το ένα από τα δύο σώματα του Κογκρέσου.
    • Οι γέροντες του χωριού σχημάτισαν μια γερουσία για να λύσουν τις διαφορές.
    3