1. Λέξη
    γράψιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ράψιμο - γράψω - κάψιμο - βάψιμο)
  2. Συνώνυμα
    • σύνθεση
    • συγγραφή
    • χειρόγραφο
    3
  3. Αντώνυμα
    • προφορικός
    • προφορική επικοινωνία
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η τέχνη της παραγωγής κειμένου με τη χρήση γραπτών συμβόλων.
    • Το αποτέλεσμα της παραπάνω ενέργειας, δηλαδή το γραπτό κείμενο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το γράψιμο του μυθιστορήματος του πήρε πολλούς μήνες.
    • Η δασκάλα επαίνεσε το γράψιμο του μαθητή για την καθαρότητα και την ορθογραφία του.
    2