Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γράψιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ράψιμο
-
γράψω
-
κάψιμο
-
βάψιμο
)
Συνώνυμα
σύνθεση
συγγραφή
χειρόγραφο
3
Αντώνυμα
προφορικός
προφορική επικοινωνία
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή η τέχνη της παραγωγής κειμένου με τη χρήση γραπτών συμβόλων.
Το αποτέλεσμα της παραπάνω ενέργειας, δηλαδή το γραπτό κείμενο.
2
Παραδείγματα
Το γράψιμο του μυθιστορήματος του πήρε πολλούς μήνες.
Η δασκάλα επαίνεσε το γράψιμο του μαθητή για την καθαρότητα και την ορθογραφία του.
2