1. Λέξη
    δέσιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πέσιμο)
  2. Συνώνυμα
    • σύνδεση
    • δέσμευση
    • συγκράτηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποδέσμευση
    • ελευθέρωση
    • απελευθέρωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δένω, δηλαδή της σύνδεσης ή της συγκράτησης κάποιου πράγματος.
    • Η κατάσταση κατά την οποία κάτι είναι δεμένο ή συγκρατημένο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το δέσιμο του σχοινιού ήταν πολύ δυνατό και δεν μπορούσε να λυθεί εύκολα.
    • Η δέσμευση του καλλιτέχνη για την παράσταση ήταν σαφής και αμετάκλητη.
    2