Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δέσιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πέσιμο
)
Συνώνυμα
σύνδεση
δέσμευση
συγκράτηση
3
Αντώνυμα
αποδέσμευση
ελευθέρωση
απελευθέρωση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δένω, δηλαδή της σύνδεσης ή της συγκράτησης κάποιου πράγματος.
Η κατάσταση κατά την οποία κάτι είναι δεμένο ή συγκρατημένο.
2
Παραδείγματα
Το δέσιμο του σχοινιού ήταν πολύ δυνατό και δεν μπορούσε να λυθεί εύκολα.
Η δέσμευση του καλλιτέχνη για την παράσταση ήταν σαφής και αμετάκλητη.
2