Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δίνοντας (ρήμα) - (παρόμοια:
τένοντας
)
Συνώνυμα
προσφέροντας
χορηγώντας
παρέχοντας
3
Αντώνυμα
λαμβάνοντας
αποσύροντας
αρνούμενος
3
Ορισμός
Η ενέργεια του να παρέχεις κάτι σε κάποιον.
Η πράξη της μεταβίβασης κάποιου πράγματος ή πληροφορίας σε άλλο άτομο.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος ήταν αφοσιωμένος, δίνοντας πολύ χρόνο στους μαθητές του.
Η μητέρα μου μου έδωσε ένα όμορφο δώρο για τα γενέθλιά μου.
2