1. Λέξη
    δίνοντας (ρήμα) - (παρόμοια: τένοντας)
  2. Συνώνυμα
    • προσφέροντας
    • χορηγώντας
    • παρέχοντας
    3
  3. Αντώνυμα
    • λαμβάνοντας
    • αποσύροντας
    • αρνούμενος
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια του να παρέχεις κάτι σε κάποιον.
    • Η πράξη της μεταβίβασης κάποιου πράγματος ή πληροφορίας σε άλλο άτομο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος ήταν αφοσιωμένος, δίνοντας πολύ χρόνο στους μαθητές του.
    • Η μητέρα μου μου έδωσε ένα όμορφο δώρο για τα γενέθλιά μου.
    2