Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δεκτός (επίθετο) - (παρόμοια:
αποδεκτός
)
Συνώνυμα
αποδεκτός
επίτρεπτος
επιτρεπόμενος
3
Αντώνυμα
απαράδεκτος
απαγορευμένος
απαξιωμένος
3
Ορισμός
Που μπορεί να γίνει αποδεκτός ή να εγκριθεί.
Που ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες προδιαγραφές ή απαιτήσεις.
2
Παραδείγματα
Η πρότασή του ήταν δεκτή από όλα τα μέλη της επιτροπής.
Οι δεκτές μέθοδοι ανάλυσης πρέπει να ακολουθούν αυστηρά πρωτόκολλα.
2