1. Λέξη
    δεξιοτεχνία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: λογοτεχνία)
  2. Συνώνυμα
    • επιδεξιότητα
    • τεχνική
    • δεξιοσύνη
    • ικανότητα
    4
  3. Αντώνυμα
    • αδεξιότητα
    • απειρία
    • ανικανότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα να εκτελεί κανείς μια δουλειά ή μια τέχνη με μεγάλη επιδεξιότητα και ακρίβεια.
    • Η ευχέρεια και η δεξιοσύνη στην εκτέλεση μιας δραστηριότητας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η δεξιοτεχνία του ζωγράφου φαίνεται στα μικροσκοπικά του λεπτομέρειες.
    • Ο μουσικός έδειξε μεγάλη δεξιοτεχνία στο πιάνο.
    2