Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δεξιοτεχνία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
λογοτεχνία
)
Συνώνυμα
επιδεξιότητα
τεχνική
δεξιοσύνη
ικανότητα
4
Αντώνυμα
αδεξιότητα
απειρία
ανικανότητα
3
Ορισμός
Η ικανότητα να εκτελεί κανείς μια δουλειά ή μια τέχνη με μεγάλη επιδεξιότητα και ακρίβεια.
Η ευχέρεια και η δεξιοσύνη στην εκτέλεση μιας δραστηριότητας.
2
Παραδείγματα
Η δεξιοτεχνία του ζωγράφου φαίνεται στα μικροσκοπικά του λεπτομέρειες.
Ο μουσικός έδειξε μεγάλη δεξιοτεχνία στο πιάνο.
2