Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δεχθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
δεθώ
-
αποδεχθώ
)
Συνώνυμα
αποδέχομαι
παίρνω
λαμβάνω
3
Αντώνυμα
απορρίπτω
αρνούμαι
2
Ορισμός
Να λαμβάνω κάτι που προσφέρεται ή δίνεται.
Να συμφωνώ ή να δέχομαι μια πρόταση, μια ιδέα ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Δεχθήκαμε με χαρά το δώρο τους.
Δεν μπορώ να δεχθώ αυτές τις συνθήκες εργασίας.
2