Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δημοσιοποιώ (ρήμα) - (παρόμοια:
δημοσιοποίησει
-
δημοσιεύω
-
δημοσιογραφία
-
δημοσιογράφος
)
Συνώνυμα
αποκαλύπτω
γνωστοποιώ
δημοσιεύω
3
Αντώνυμα
αποκρύπτω
κρύβω
σιωπώ
3
Ορισμός
Κάνω κάτι γνωστό στο ευρύ κοινό.
Αποκαλύπτω πληροφορίες ή γεγονότα που ήταν άγνωστα ή μυστικά.
2
Παραδείγματα
Ο δημοσιογράφος δημοσιοποίησε τα απόρρητα έγγραφα.
Η εταιρεία δημοσιοποίησε τα οικονομικά της στοιχεία.
2