1. Λέξη
    δημοσιοποιώ (ρήμα) - (παρόμοια: δημοσιοποίησει - δημοσιεύω - δημοσιογραφία - δημοσιογράφος)
  2. Συνώνυμα
    • αποκαλύπτω
    • γνωστοποιώ
    • δημοσιεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκρύπτω
    • κρύβω
    • σιωπώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι γνωστό στο ευρύ κοινό.
    • Αποκαλύπτω πληροφορίες ή γεγονότα που ήταν άγνωστα ή μυστικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δημοσιογράφος δημοσιοποίησε τα απόρρητα έγγραφα.
    • Η εταιρεία δημοσιοποίησε τα οικονομικά της στοιχεία.
    2