Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάστρεμμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διάστημα
)
Συνώνυμα
στραβολαιμία
στρέψη
διάστροφη
3
Αντώνυμα
ευθυγραμμία
ορθότητα
2
Ορισμός
Μια κατάσταση όπου κάτι έχει στραβώσει ή έχει στραφεί από τη φυσική του θέση.
Μια στρέβλωση ή παρεκτροπή από το κανονικό.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός διάγνωσε διάστρεμμα στον αυχένα του ασθενή.
Το διάστρεμμα του δέντρου οφείλεται στους ισχυρούς ανέμους.
2