1. Λέξη
    διάστρεμμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάστημα)
  2. Συνώνυμα
    • στραβολαιμία
    • στρέψη
    • διάστροφη
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευθυγραμμία
    • ορθότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια κατάσταση όπου κάτι έχει στραβώσει ή έχει στραφεί από τη φυσική του θέση.
    • Μια στρέβλωση ή παρεκτροπή από το κανονικό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός διάγνωσε διάστρεμμα στον αυχένα του ασθενή.
    • Το διάστρεμμα του δέντρου οφείλεται στους ισχυρούς ανέμους.
    2