1. Λέξη
    διάτρηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διατήρηση)
  2. Συνώνυμα
    • τρύπα
    • οπή
    • διαπερατότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαπέραστο
    • κλείσιμο
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διατρύπωσης, δηλαδή του ανοίγματος τρυπών ή οπών σε ένα υλικό.
    • Μια τρύπα ή οπή που δημιουργείται σε ένα αντικείμενο ή υλικό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διάτρηση του μεταλλικού φύλλου έγινε με ειδικό μηχάνημα.
    • Μετά τη διάτρηση, το χαρτί μπορεί να τοποθετηθεί σε αρχείο.
    2