Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάτρηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διατήρηση
)
Συνώνυμα
τρύπα
οπή
διαπερατότητα
3
Αντώνυμα
αδιαπέραστο
κλείσιμο
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διατρύπωσης, δηλαδή του ανοίγματος τρυπών ή οπών σε ένα υλικό.
Μια τρύπα ή οπή που δημιουργείται σε ένα αντικείμενο ή υλικό.
2
Παραδείγματα
Η διάτρηση του μεταλλικού φύλλου έγινε με ειδικό μηχάνημα.
Μετά τη διάτρηση, το χαρτί μπορεί να τοποθετηθεί σε αρχείο.
2