Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διακόσμηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διακίνηση
)
Συνώνυμα
στολίδι
διακόσμημα
κοσμήματα
στολισμός
4
Αντώνυμα
απογύμνωση
αποκόσμηση
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στολίζω, του διακοσμώ.
Τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για να κοσμήσουν ή να στολίσουν κάτι.
2
Παραδείγματα
Η διακόσμηση του σπιτιού για τα Χριστούγεννα ήταν πολύ όμορφη.
Η διακόσμηση του δωματίου περιλάμβανε πίνακες και γλυπτά.
2