1. Λέξη
    διαλογή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διαλογισμός - διαλύω)
  2. Συνώνυμα
    • επιλογή
    • εκλογή
    • επιλογή
    • αποκοπή
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποκλεισμός
    • απόρριψη
    • αποδοκιμασία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να διαλέγει κάποιος μεταξύ δύο ή περισσότερων επιλογών.
    • Μια ομάδα πραγμάτων ή ανθρώπων που έχουν επιλεγεί από μια μεγαλύτερη ομάδα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διαλογή των καλύτερων υποψηφίων για τη θέση ήταν πολύ δύσκολη.
    • Μετά από προσεκτική διαλογή, επέλεξα το βιβλίο που θα διαβάσω.
    2