Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαλογή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαλογισμός
-
διαλύω
)
Συνώνυμα
επιλογή
εκλογή
επιλογή
αποκοπή
4
Αντώνυμα
αποκλεισμός
απόρριψη
αποδοκιμασία
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να διαλέγει κάποιος μεταξύ δύο ή περισσότερων επιλογών.
Μια ομάδα πραγμάτων ή ανθρώπων που έχουν επιλεγεί από μια μεγαλύτερη ομάδα.
2
Παραδείγματα
Η διαλογή των καλύτερων υποψηφίων για τη θέση ήταν πολύ δύσκολη.
Μετά από προσεκτική διαλογή, επέλεξα το βιβλίο που θα διαβάσω.
2