Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαφορετικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
διαφορετικός
-
διαφορά
-
διανοητικά
)
Συνώνυμα
αλλιώς
διαφορετικώς
εναλλακτικά
3
Αντώνυμα
ομοίως
παρομοίως
ταυτόσημα
3
Ορισμός
Με διαφορετικό τρόπο ή με διαφορετικό χαρακτήρα.
Σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο ή με κάποιον άλλον.
2
Παραδείγματα
Αν δεν αλλάξεις γνώμη, θα πρέπει να φερθούμε διαφορετικά.
Κάθε άνθρωπος σκέφτεται διαφορετικά.
2