1. Λέξη
    διεγερτικό (επίθετο) - (παρόμοια: διεγερτικός)
  2. Συνώνυμα
    • διεγερτικός
    • ενθαρρυντικός
    • επαγωγός
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατασταλτικός
    • ανασταλτικός
    • ηρεμιστικός
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί διέγερση ή ενθουσιασμό.
    • Που αυξάνει τη δραστηριότητα ή την ενέργεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καφέ είναι ένα διεγερτικό ποτό που βοηθά στη διατήρηση της εγρήγορσης.
    • Οι διεγερτικές ουσίες μπορούν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία εάν καταναλώνονται σε μεγάλες ποσότητες.
    2