Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διεγερτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
διεγερτικός
)
Συνώνυμα
διεγερτικός
ενθαρρυντικός
επαγωγός
3
Αντώνυμα
κατασταλτικός
ανασταλτικός
ηρεμιστικός
3
Ορισμός
Που προκαλεί διέγερση ή ενθουσιασμό.
Που αυξάνει τη δραστηριότητα ή την ενέργεια.
2
Παραδείγματα
Το καφέ είναι ένα διεγερτικό ποτό που βοηθά στη διατήρηση της εγρήγορσης.
Οι διεγερτικές ουσίες μπορούν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία εάν καταναλώνονται σε μεγάλες ποσότητες.
2