Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διπλό (επίθετο) - (παρόμοια:
διπλός
-
διπλή
-
διπλανός
)
Συνώνυμα
διπλούν
διπλότυπος
διπλότυπος
3
Αντώνυμα
μονό
απλό
2
Ορισμός
Που αποτελείται από δύο όμοια ή όχι μέρη.
Που έχει διπλάσια ποσότητα ή μέγεθος.
2
Παραδείγματα
Έχει ένα διπλό παράθυρο στο σαλόνι.
Ο παίκτης πέτυχε διπλό σκορ στο παιχνίδι.
2