1. Λέξη
    διπλό (επίθετο) - (παρόμοια: διπλός - διπλή - διπλανός)
  2. Συνώνυμα
    • διπλούν
    • διπλότυπος
    • διπλότυπος
    3
  3. Αντώνυμα
    • μονό
    • απλό
    2
  4. Ορισμός
    • Που αποτελείται από δύο όμοια ή όχι μέρη.
    • Που έχει διπλάσια ποσότητα ή μέγεθος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έχει ένα διπλό παράθυρο στο σαλόνι.
    • Ο παίκτης πέτυχε διπλό σκορ στο παιχνίδι.
    2