1. Λέξη
    εκδίδω (ρήμα) - (παρόμοια: εκδίδομαι)
  2. Συνώνυμα
    • δημοσιεύω
    • εκτυπώνω
    • κυκλοφορώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανακτώ
    • αποσύρω
    2
  4. Ορισμός
    • Να βγάζω κάτι σε δημόσια κυκλοφορία, όπως βιβλία, εφημερίδες ή άλλα έντυπα.
    • Να δίνω επίσημη έγκριση ή άδεια για την κυκλοφορία ενός έντυπου έργου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία θα εκδώσει νέο βιβλίο τον επόμενο μήνα.
    • Το κράτος εκδίδει τα χρήματα που χρειάζονται για την οικονομία.
    2