Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκδίδω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκδίδομαι
)
Συνώνυμα
δημοσιεύω
εκτυπώνω
κυκλοφορώ
3
Αντώνυμα
ανακτώ
αποσύρω
2
Ορισμός
Να βγάζω κάτι σε δημόσια κυκλοφορία, όπως βιβλία, εφημερίδες ή άλλα έντυπα.
Να δίνω επίσημη έγκριση ή άδεια για την κυκλοφορία ενός έντυπου έργου.
2
Παραδείγματα
Η εταιρεία θα εκδώσει νέο βιβλίο τον επόμενο μήνα.
Το κράτος εκδίδει τα χρήματα που χρειάζονται για την οικονομία.
2