1. Λέξη
    εκδρομή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επιδρομή - εκτομή)
  2. Συνώνυμα
    • ταξίδι
    • περιήγηση
    • περιπλάνηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακινησία
    • στασιμότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια σύντομη απομακρυσμένη επίσκεψη ή ταξίδι, συνήθως για ψυχαγωγία ή εκπαίδευση.
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία της μετακίνησης από ένα μέρος σε άλλο για σκοπούς αναψυχής ή γνώσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η σχολική εκδρομή στο μουσείο ήταν πολύ ενδιαφέρουσα.
    • Οργανώσαμε μια εκδρομή στην εξοχή για να χαλαρώσουμε.
    2