Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκδρομή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επιδρομή
-
εκτομή
)
Συνώνυμα
ταξίδι
περιήγηση
περιπλάνηση
3
Αντώνυμα
ακινησία
στασιμότητα
2
Ορισμός
Μια σύντομη απομακρυσμένη επίσκεψη ή ταξίδι, συνήθως για ψυχαγωγία ή εκπαίδευση.
Η ενέργεια ή η διαδικασία της μετακίνησης από ένα μέρος σε άλλο για σκοπούς αναψυχής ή γνώσης.
2
Παραδείγματα
Η σχολική εκδρομή στο μουσείο ήταν πολύ ενδιαφέρουσα.
Οργανώσαμε μια εκδρομή στην εξοχή για να χαλαρώσουμε.
2