1. Λέξη
    ελέγχω (ρήμα) - (παρόμοια: ελέγχομαι)
  2. Συνώνυμα
    • εξετάζω
    • επιβεβαιώνω
    • επαληθεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    2
  4. Ορισμός
    • Να εξετάζω κάτι προσεκτικά για να διαπιστώσω την ακρίβεια ή την ορθότητα του.
    • Να επιβεβαιώνω την αλήθεια ή την εγκυρότητα κάποιου πράγματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος ελέγχει τις εργασίες των μαθητών.
    • Η εταιρεία ελέγχει τα οικονομικά της κάθε τρίμηνο.
    2