Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμβέλεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επιμέλεια
)
Συνώνυμα
πεδίο
διάρκεια
ακτίνα δράσης
3
Αντώνυμα
περιορισμός
απουσία δράσης
2
Ορισμός
Η έκταση ή η απόσταση στην οποία μπορεί να επεκταθεί η δράση ή η επιρροή κάποιου ή κάτι.
Το εύρος ή τα όρια μέσα στα οποία λειτουργεί ή ισχύει κάτι.
2
Παραδείγματα
Η εμβέλεια του ραντάρ καλύπτει όλη την περιοχή.
Η εμβέλεια του νόμου περιορίζεται στα εθνικά σύνορα.
2