Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμπεριέχω (ρήμα) - (παρόμοια:
περιέχω
)
Συνώνυμα
περιλαμβάνω
συμπεριλαμβάνω
περιέχω
3
Αντώνυμα
εξαιρώ
αποκλείω
2
Ορισμός
Να έχω κάτι μέσα σε κάτι άλλο.
Να περιλαμβάνω ως συστατικό ή χαρακτηριστικό.
2
Παραδείγματα
Το βιβλίο εμπεριέχει πολλές πληροφορίες για την ιστορία της χώρας.
Η συνταγή εμπεριέχει διάφορα μπαχαρικά.
2