1. Λέξη
    εμπνευσμένος (επίθετο) - (παρόμοια: εθισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • δημιουργικός
    • πνευματώδης
    • εφευρετικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδημιούργητος
    • ανούσιος
    • στερημένος έμπνευσης
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει εμπνευστεί ή έχει γίνει υπό την επίδραση έμπνευσης
    • που χαρακτηρίζεται από δημιουργικότητα και πρωτότυπη σκέψη
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ζωγράφος παρουσίασε μια εμπνευσμένη σειρά έργων.
    • Η ομιλία του ήταν εμπνευσμένη και συγκίνησε το κοινό.
    2