Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμπνευσμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εθισμένος
)
Συνώνυμα
δημιουργικός
πνευματώδης
εφευρετικός
3
Αντώνυμα
αδημιούργητος
ανούσιος
στερημένος έμπνευσης
3
Ορισμός
που έχει εμπνευστεί ή έχει γίνει υπό την επίδραση έμπνευσης
που χαρακτηρίζεται από δημιουργικότητα και πρωτότυπη σκέψη
2
Παραδείγματα
Ο ζωγράφος παρουσίασε μια εμπνευσμένη σειρά έργων.
Η ομιλία του ήταν εμπνευσμένη και συγκίνησε το κοινό.
2