Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμφανής (επίθετο) - (παρόμοια:
εμφανίζω
-
εμφανιστώ
)
Συνώνυμα
ορατός
προφανής
σαφής
φανερός
4
Αντώνυμα
αόρατος
ασαφής
κρυμμένος
αδιευκρίνιστος
4
Ορισμός
Που μπορεί να γίνει αντιληπτός με τα μάτια ή με άλλο τρόπο.
Που είναι εύκολα αντιληπτός ή κατανοητός.
2
Παραδείγματα
Η ζωή του ήταν εμφανής σε όλους.
Η διαφορά ήταν εμφανής από την πρώτη στιγμή.
2