1. Λέξη
    εμφανής (επίθετο) - (παρόμοια: εμφανίζω - εμφανιστώ)
  2. Συνώνυμα
    • ορατός
    • προφανής
    • σαφής
    • φανερός
    4
  3. Αντώνυμα
    • αόρατος
    • ασαφής
    • κρυμμένος
    • αδιευκρίνιστος
    4
  4. Ορισμός
    • Που μπορεί να γίνει αντιληπτός με τα μάτια ή με άλλο τρόπο.
    • Που είναι εύκολα αντιληπτός ή κατανοητός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ζωή του ήταν εμφανής σε όλους.
    • Η διαφορά ήταν εμφανής από την πρώτη στιγμή.
    2