Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμφανίσιμος (επίθετο) - (παρόμοια:
εμφανίζω
)
Συνώνυμα
ορατός
προφανής
καθαρά ορατός
3
Αντώνυμα
αόρατος
αθέατος
αδιόρατος
3
Ορισμός
Που μπορεί να γίνει αντιληπτός με την όραση.
Που είναι εύκολα αντιληπτός ή κατανοητός.
2
Παραδείγματα
Το φως του φανού ήταν εμφανίσιμο από μεγάλη απόσταση.
Η διαφορά στην ποιότητα είναι εμφανίσιμη με το γυμνό μάτι.
2