1. Λέξη
    εμφανισιακά (επίρρημα) - (παρόμοια: εμφανιστώ)
  2. Συνώνυμα
    • θεαματικά
    • επιδεικτικά
    • θεατρικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλά
    • λιτά
    • σεμνά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που προκαλεί εντύπωση ή προσοχή.
    • Με τρόπο που σχετίζεται με την εμφάνιση ή την αίσθηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ομάδα εμφανίστηκε εμφανισιακά πολύ δυναμική στο παιχνίδι.
    • Το διαμέρισμα είναι διακοσμημένο εμφανισιακά πολύ όμορφα.
    2