Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμφανισιακά (επίρρημα) - (παρόμοια:
εμφανιστώ
)
Συνώνυμα
θεαματικά
επιδεικτικά
θεατρικά
3
Αντώνυμα
απλά
λιτά
σεμνά
3
Ορισμός
Με τρόπο που προκαλεί εντύπωση ή προσοχή.
Με τρόπο που σχετίζεται με την εμφάνιση ή την αίσθηση.
2
Παραδείγματα
Η ομάδα εμφανίστηκε εμφανισιακά πολύ δυναμική στο παιχνίδι.
Το διαμέρισμα είναι διακοσμημένο εμφανισιακά πολύ όμορφα.
2