Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενδιαφερθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ενδιαφέρω
-
ενδιαφέρων
-
ενδιαφέρον
)
Συνώνυμα
συμμετέχω
επιδίδω
ασχολούμαι
3
Αντώνυμα
αδιαφορώ
αποσύρομαι
αποφεύγω
3
Ορισμός
Να δείξω ενδιαφέρον ή να αφοσιωθώ σε κάτι.
Να συμμετέχω ενεργά σε μια δραστηριότητα ή συζήτηση.
Να ασχοληθώ με ένα θέμα ή πρόσωπο με προσοχή και ζήλο.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να ενδιαφερθείς περισσότερο για τις σπουδές σου.
Ο δάσκαλος ενδιαφέρθηκε για την πρόοδο του μαθητή.
Δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για την πρότασή μου.
3