1. Λέξη
    ενδιαφερθώ (ρήμα) - (παρόμοια: ενδιαφέρω - ενδιαφέρων - ενδιαφέρον)
  2. Συνώνυμα
    • συμμετέχω
    • επιδίδω
    • ασχολούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορώ
    • αποσύρομαι
    • αποφεύγω
    3
  4. Ορισμός
    • Να δείξω ενδιαφέρον ή να αφοσιωθώ σε κάτι.
    • Να συμμετέχω ενεργά σε μια δραστηριότητα ή συζήτηση.
    • Να ασχοληθώ με ένα θέμα ή πρόσωπο με προσοχή και ζήλο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να ενδιαφερθείς περισσότερο για τις σπουδές σου.
    • Ο δάσκαλος ενδιαφέρθηκε για την πρόοδο του μαθητή.
    • Δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για την πρότασή μου.
    3