Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εντοπιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εντοπισμός
)
Συνώνυμα
τοπικός
τοπικός κάτοικος
ντόπιος
3
Αντώνυμα
ξένος
αλλοδαπός
επισκέπτης
3
Ορισμός
Πρόσωπο που κατοικεί ή προέρχεται από ένα συγκεκριμένο τόπο.
Ειδικός που έχει γνώσεις για μια συγκεκριμένη περιοχή.
2
Παραδείγματα
Ο εντοπιστής μας βοήθησε να βρούμε τα καλύτερα εστιατόρια στην περιοχή.
Ο εντοπιστής της εταιρείας γνώριζε καλά τις συνθήκες της αγοράς.
2