1. Λέξη
    εντοπιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εντοπισμός)
  2. Συνώνυμα
    • τοπικός
    • τοπικός κάτοικος
    • ντόπιος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξένος
    • αλλοδαπός
    • επισκέπτης
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που κατοικεί ή προέρχεται από ένα συγκεκριμένο τόπο.
    • Ειδικός που έχει γνώσεις για μια συγκεκριμένη περιοχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εντοπιστής μας βοήθησε να βρούμε τα καλύτερα εστιατόρια στην περιοχή.
    • Ο εντοπιστής της εταιρείας γνώριζε καλά τις συνθήκες της αγοράς.
    2