Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξήγηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παρεξήγηση
-
εισήγηση
)
Συνώνυμα
ερμηνεία
διαφώτιση
αποσαφήνιση
3
Αντώνυμα
σύγχυση
ασάφεια
αδιευκρίνιστο
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξηγώ, δηλαδή της διευκρίνισης ή της παρουσίασης πληροφοριών με σαφήνεια.
Μια αναλυτική παρουσίαση ή περιγραφή ενός θέματος, ιδέας ή γεγονότος.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος έδωσε μια λεπτομερή εξήγηση για τη θεωρία της σχετικότητας.
Η εξήγηση του φαινομένου ήταν τόσο απλή που την κατάλαβε και το μικρό παιδί.
2