1. Λέξη
    εξήγηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παρεξήγηση - εισήγηση)
  2. Συνώνυμα
    • ερμηνεία
    • διαφώτιση
    • αποσαφήνιση
    3
  3. Αντώνυμα
    • σύγχυση
    • ασάφεια
    • αδιευκρίνιστο
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξηγώ, δηλαδή της διευκρίνισης ή της παρουσίασης πληροφοριών με σαφήνεια.
    • Μια αναλυτική παρουσίαση ή περιγραφή ενός θέματος, ιδέας ή γεγονότος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος έδωσε μια λεπτομερή εξήγηση για τη θεωρία της σχετικότητας.
    • Η εξήγηση του φαινομένου ήταν τόσο απλή που την κατάλαβε και το μικρό παιδί.
    2