Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξόφληση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξάντληση
)
Συνώνυμα
πληρωμή
εκκαθάριση
τιμολόγηση
3
Αντώνυμα
χρέωση
οφειλή
υποχρέωση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξοφλώ, δηλαδή της πλήρους πληρωμής ενός χρέους ή μιας οφειλής.
Η διαδικασία με την οποία ένα χρέος πληρώνεται εξ ολοκλήρου.
2
Παραδείγματα
Η εξόφληση του δανείου έγινε πριν την προθεσμία.
Μετά την εξόφληση όλων των λογαριασμών, η εταιρεία έμεινε χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις.
2