Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επίδομα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επίδοση
)
Συνώνυμα
επιβράβευση
χρηματική ενίσχυση
επιχορήγηση
3
Αντώνυμα
αφαίρεση
κατάσχεση
περικοπή
3
Ορισμός
Χρηματικό ποσό που δίνεται ως βοήθεια ή ενίσχυση.
Πρόσθετο χρηματικό ποσό που καταβάλλεται πέραν του βασικού μισθού.
2
Παραδείγματα
Το επίδομα ανεργίας βοηθάει τους ανέργους να καλύψουν βασικές ανάγκες.
Οι γονείς λαμβάνουν επίδομα παιδιού για κάθε παιδί τους.
2