Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επίδραση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αλληλεπίδραση
-
επίδοση
-
αντίδραση
)
Συνώνυμα
επιρροή
απήχηση
συνέπεια
3
Αντώνυμα
αδιαφορία
απουσία επιρροής
2
Ορισμός
Η ικανότητα να επηρεάζεις άλλους ή να προκαλείς αλλαγές σε κάτι.
Η δράση ή η δύναμη που ασκείται σε κάτι ή κάποιον και προκαλεί αλλαγή.
2
Παραδείγματα
Η επίδραση του δασκάλου ήταν καθοριστική για την επιτυχία του μαθητή.
Η επίδραση της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή είναι εμφανής.
2