Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επανέλθω (ρήμα) - (παρόμοια:
επανένωση
)
Συνώνυμα
επιστρέφω
γυρίζω
ξαναγυρίζω
3
Αντώνυμα
φεύγω
αποχωρώ
απομακρύνομαι
3
Ορισμός
Επιστρέφω σε ένα μέρος ή κατάσταση από το οποίο είχα φύγει.
Επαναλαμβάνω μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
Επανέρχομαι σε μια προηγούμενη κατάσταση ή θέση.
3
Παραδείγματα
Μετά από χρόνια στο εξωτερικό, αποφάσισε να επανέλθει στην πατρίδα του.
Ο αθλητής επανήλθε στο γήπεδο μετά από τον τραυματισμό του.
Η οικονομία της χώρας επανήλθε σε σταθερή πορεία μετά την κρίση.
3