1. Λέξη
    επανέλθω (ρήμα) - (παρόμοια: επανένωση)
  2. Συνώνυμα
    • επιστρέφω
    • γυρίζω
    • ξαναγυρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • φεύγω
    • αποχωρώ
    • απομακρύνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Επιστρέφω σε ένα μέρος ή κατάσταση από το οποίο είχα φύγει.
    • Επαναλαμβάνω μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
    • Επανέρχομαι σε μια προηγούμενη κατάσταση ή θέση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από χρόνια στο εξωτερικό, αποφάσισε να επανέλθει στην πατρίδα του.
    • Ο αθλητής επανήλθε στο γήπεδο μετά από τον τραυματισμό του.
    • Η οικονομία της χώρας επανήλθε σε σταθερή πορεία μετά την κρίση.
    3