Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επαναλάβω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναλάβω
-
επαναλαμβάνω
)
Συνώνυμα
ξανακάνω
επαναλαμβάνω
επανέρχομαι
3
Αντώνυμα
σταματώ
παύω
διακόπτω
3
Ορισμός
Εκτελώ ξανά μια ενέργεια ή διαδικασία.
Λέω ή γράφω ξανά τα ίδια πράγματα.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να επαναλάβεις την άσκηση για να τη θυμάσαι καλύτερα.
Ο δάσκαλος επανέλαβε τις οδηγίες για να τις καταλάβουν όλοι.
2