Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επαναλαμβανόμενος (επίθετο) - (παρόμοια:
επαναλαμβάνω
-
επαναλαμβάνομαι
)
Συνώνυμα
επαναληπτικός
συχνός
κατά διαστήματα
3
Αντώνυμα
μοναδικός
ασυνήθιστος
εφάπαξ
3
Ορισμός
Που επαναλαμβάνεται με συγκεκριμένα ή αόριστα διαστήματα.
Που εμφανίζεται ή συμβαίνει ξανά και ξανά.
2
Παραδείγματα
Το επαναλαμβανόμενο πρόβλημα με τον υπολογιστή μας δυσκολεύει τη δουλειά.
Έχει ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο που τον ανησυχεί.
2