1. Λέξη
    επαναλαμβανόμενος (επίθετο) - (παρόμοια: επαναλαμβάνω - επαναλαμβάνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • επαναληπτικός
    • συχνός
    • κατά διαστήματα
    3
  3. Αντώνυμα
    • μοναδικός
    • ασυνήθιστος
    • εφάπαξ
    3
  4. Ορισμός
    • Που επαναλαμβάνεται με συγκεκριμένα ή αόριστα διαστήματα.
    • Που εμφανίζεται ή συμβαίνει ξανά και ξανά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το επαναλαμβανόμενο πρόβλημα με τον υπολογιστή μας δυσκολεύει τη δουλειά.
    • Έχει ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο που τον ανησυχεί.
    2