1. Λέξη
    επενδυτικός (επίθετο) - (παρόμοια: επενδυτής - δυτικός - επικός - επιβατικός - επιθετικός)
  2. Συνώνυμα
    • επενδυτικός
    • επενδυτικός
    • επενδυτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • μη επενδυτικός
    • αποσβεστικός
    • καταναλωτικός
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με επενδύσεις ή προοριζόμενος για αυτές.
    • Που συμβάλλει στην αύξηση του κεφαλαίου ή της παραγωγικότητας.
    • Που έχει σχέση με τη διαδικασία της επένδυσης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο επενδυτικός προϋπολογισμός της εταιρείας αυξήθηκε φέτος.
    • Οι επενδυτικές ευκαιρίες στην περιοχή είναι πολλές.
    • Η κυβέρνηση εισήγαγε νέα επενδυτικά κίνητρα για τους επιχειρηματίες.
    3