Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επενδυτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
επενδυτής
-
δυτικός
-
επικός
-
επιβατικός
-
επιθετικός
)
Συνώνυμα
επενδυτικός
επενδυτικός
επενδυτικός
3
Αντώνυμα
μη επενδυτικός
αποσβεστικός
καταναλωτικός
3
Ορισμός
Σχετικός με επενδύσεις ή προοριζόμενος για αυτές.
Που συμβάλλει στην αύξηση του κεφαλαίου ή της παραγωγικότητας.
Που έχει σχέση με τη διαδικασία της επένδυσης.
3
Παραδείγματα
Ο επενδυτικός προϋπολογισμός της εταιρείας αυξήθηκε φέτος.
Οι επενδυτικές ευκαιρίες στην περιοχή είναι πολλές.
Η κυβέρνηση εισήγαγε νέα επενδυτικά κίνητρα για τους επιχειρηματίες.
3