1. Λέξη
    επενδύω (ρήμα) - (παρόμοια: επενδύσω - επενδυτής)
  2. Συνώνυμα
    • τοποθετώ
    • επιχειρώ
    • καταβάλλω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσύρω
    • ανακτώ
    2
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ χρήματα ή άλλους πόρους σε μια επιχείρηση, έργο ή περιουσιακό στοιχείο με την ελπίδα να αποφέρω κέρδος ή ωφέλεια.
    • Αφιερώνω χρόνο, προσπάθεια ή κάποιο άλλο πόρο σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα με στόχο την επίτευξη κάποιου αποτελέσματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αποφάσισα να επενδύσω σε μετοχές μιας τεχνολογικής εταιρείας.
    • Επένδυσε πολλές ώρες στη μελέτη για να πετύχει στις εξετάσεις.
    2