Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επενδύω (ρήμα) - (παρόμοια:
επενδύσω
-
επενδυτής
)
Συνώνυμα
τοποθετώ
επιχειρώ
καταβάλλω
3
Αντώνυμα
αποσύρω
ανακτώ
2
Ορισμός
Τοποθετώ χρήματα ή άλλους πόρους σε μια επιχείρηση, έργο ή περιουσιακό στοιχείο με την ελπίδα να αποφέρω κέρδος ή ωφέλεια.
Αφιερώνω χρόνο, προσπάθεια ή κάποιο άλλο πόρο σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα με στόχο την επίτευξη κάποιου αποτελέσματος.
2
Παραδείγματα
Αποφάσισα να επενδύσω σε μετοχές μιας τεχνολογικής εταιρείας.
Επένδυσε πολλές ώρες στη μελέτη για να πετύχει στις εξετάσεις.
2