Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιβολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επιστολή
-
εμβολή
)
Συνώνυμα
εφαρμογή
εξαναγκασμός
επιβολή
προσθήκη
4
Αντώνυμα
αφαίρεση
ακύρωση
απομάκρυνση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να επιβάλλεις κάτι σε κάποιον ή κάτι.
Η προσθήκη ή η εφαρμογή ενός στοιχείου πάνω σε ένα άλλο.
2
Παραδείγματα
Η επιβολή κυρώσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση προκάλεσε αντιδράσεις.
Η επιβολή ενός νέου φόρου δυσαρέστησε τους πολίτες.
2