Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επικοινωνώ (ρήμα) - (παρόμοια:
επικοινωνία
-
ενδοεπικοινωνία
-
τηλεπικοινωνία
)
Συνώνυμα
συνεννοούμαι
συνομιλώ
συνδιαλέγομαι
3
Αντώνυμα
απομονώνομαι
αποσύρομαι
σιωπώ
3
Ορισμός
Να ανταλλάσσω πληροφορίες ή ιδέες με κάποιον άλλον.
Να συνδέομαι ή να επαφίεμαι με κάποιον για να μοιραστώ πληροφορίες.
2
Παραδείγματα
Επικοινώνησα με τον φίλο μου για να κανονίσουμε τη συνάντηση.
Ο δάσκαλος επικοινώνει με τους μαθητές μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
2