1. Λέξη
    επικοινωνώ (ρήμα) - (παρόμοια: επικοινωνία - ενδοεπικοινωνία - τηλεπικοινωνία)
  2. Συνώνυμα
    • συνεννοούμαι
    • συνομιλώ
    • συνδιαλέγομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • απομονώνομαι
    • αποσύρομαι
    • σιωπώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να ανταλλάσσω πληροφορίες ή ιδέες με κάποιον άλλον.
    • Να συνδέομαι ή να επαφίεμαι με κάποιον για να μοιραστώ πληροφορίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Επικοινώνησα με τον φίλο μου για να κανονίσουμε τη συνάντηση.
    • Ο δάσκαλος επικοινώνει με τους μαθητές μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
    2