1. Λέξη
    επιστήμονας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επιστήμη)
  2. Συνώνυμα
    • ερευνητής
    • καθηγητής
    • εξπέρ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδαής
    • αγράμματος
    • αμαθής
    3
  4. Ορισμός
    • Άτομο που έχει ειδικές γνώσεις σε έναν τομέα της επιστήμης και ασχολείται επαγγελματικά με την έρευνα ή τη διδασκαλία.
    • Άτομο που χαρακτηρίζεται από επιστημονική σκέψη και μεθοδολογία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο επιστήμονας έκανε μια σημαντική ανακάλυψη στον τομέα της ιατρικής.
    • Η επιστήμονας παρουσίασε τα ευρήματά της σε διεθνές συνέδριο.
    2