1. Λέξη
    επιτήρηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τήρηση - επιθεώρηση - επιχείρηση - επινόηση)
  2. Συνώνυμα
    • εποπτεία
    • παρακολούθηση
    • έλεγχος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμέλεια
    • απροσεξία
    • παράλειψη
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία της παρακολούθησης και του ελέγχου μιας δραστηριότητας ή μιας κατάστασης για να διασφαλιστεί ότι πληρούνται οι καθορισμένοι κανόνες ή προδιαγραφές.
    • Η επίσημη ευθύνη για την παρακολούθηση και τον έλεγχο μιας οργάνωσης ή μιας δραστηριότητας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η επιτήρηση της κατασκευής του νέου γηπέδου ανατέθηκε σε μια εξειδικευμένη εταιρεία.
    • Ο δάσκαλος είχε την επιτήρηση των μαθητών κατά τη διάρκεια της εκδρομής.
    2